Ένα από τα ζητήματα που έχουν τύχει ελάχιστης επεξεργασίας στο πεδίο της ελληνικής θεωρίας του διεθνούς δικαίου είναι η πλήρης θεσμική και λειτουργική αποτυχία των θεσμών μεταβατικής δικαιοσύνης στη μεταπολεμική Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, η χώρα μετά την απελευθέρωση από τον ζυγό των Δυνάμεων του Άξονα και τον τερματισμό της τριπλής πολεμικής κατοχής, εισήλθε τάχιστα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, μιας εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, η οποία βάθυνε το συλλογικό τραύμα της ελληνικής κοινωνίας, διαιωνίζοντας επί δεκαετίες το αίσθημα του εθνικού διχασμού. Στο πλαίσιο της επιστήμης του διεθνούς δικαίου γίνεται πλέον δεκτό ότι κάθε «κοινωνία υπό μετάβαση» (society in transition), όπως είναι μια μεταπολεμική κοινωνία που έχει βυθιστεί στην ένδεια, τον τρόμο και το αίμα εξ αιτίας των εγκλημάτων θηριωδίας των δυνάμεων καταστολής της κατοχικής δύναμης και των εγχώριων συνεργατών της, φέρει ένα συλλογικό τραύμα, το οποίο δεν είναι μόνον υλικό, ηθικό ή ψυχολογικό, αλλά σχετίζεται με το θεσμικό έλλειμα· δηλαδή, το εν λόγω τραύμα είναι σύστοιχο με την αδυναμία της πολιτείας, κατά το προηγούμενο διάστημα, να προστατέψει αποτελεσματικά τα θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά, όπως τη ζωή, την υγεία, την πρόσβαση στον φυσικό δικαστή, την ελευθερία του λόγου και της συνάθροισης. Ταυτόχρονα, φαινόμενα οριζόντιου/κοινωνικού και κάθετου/πολιτικού δωσιλογισμού, καταχρήσεις ευχερειών εκ μέρους των λεγόμενων «οικονομικών δωσίλογων»/«μαυραγοριτών», αλλά και η γενικευμένη ανομία και η υποβάθμιση της αξίας του ανθρώπου και της ανθρώπινης ζωής γίνεται δεκτό ότι δημιουργούν μια σειρά διχοτόμων μεταξύ του κοινωνικού συνόλου, ενισχύοντας το αίσθημα της δυσπιστίας, της κοινωνικής εχθρότητας και της διαιώνισης μιας κουλτούρας πόλωσης («εμείς» εναντίον των «άλλων») που αναιρεί οποιαδήποτε απόπειρα για κοινωνική ειρήνευση και θέτει εν αμφιβόλω το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο.
Οι θεσμοί της μεταβατικής δικαιοσύνης αποβλέπουν ακριβώς στην κατάργηση αυτών των διχοτόμων μέσα από τρεις κυρίως δέσμες δράσεων: (α) ατομικά μέτρα δικαιοσύνης που αποβλέπουν στην απόδοση ευθυνών και την επιβολή ποινών, τη χορήγηση επανορθώσεων στα θύματα ή τους απογόνους τους, περιλαμβανομένων και θυματοποιημένων κοινοτήτων ή οντοτήτων (η δικαιοσύνη ως προτεραιότητα)· (β) συλλογικά μέτρα που αφορούν την αποκατάσταση της έννομης τάξης, τη μετάβαση σε πολιτειακή ομαλότητα, τη δημιουργία ενός θεραπευτικού ιστορικού αφηγήματος που θα αποδίδει ευθύνες στους αυτουργούς των θηριωδιών και θα αναγνωρίζει το δίκαιο των θυμάτων, αποκαθιστώντας την αυτεξουσιότητά τους, ήτοι δίδοντάς τους τον αναγκαίο συμβολικό και φυσικό χώρο, ώστε να παρουσιάσουν τη δική τους οπτική και να επιλέξουν πως θα χαράξουν την πορεία τους (π.χ. άφεση, συμβιβασμός, συνδιαλλαγή ακτιβιστική δράση κλπ.) (διευθέτηση του παρελθόντος/dealing with the past)· (γ) μια τρίτη δέσμη μέτρων, η οποία ιστορικά προηγείται των δύο προηγούμενων, θέτει ως βασικό της στόχο το μη μνησικακείν [Ανδοκίδης, Περί των Μυστηρίων 1.81· Buis,Between Insomnia and Hegemonia στο Bergsmo et alt. (eds), Historical Origins of International Criminal Law, Vol. 3 2015], ήτοι τη συλλογική συνδιαλλαγή/συμφιλίωση μεταξύ θυμάτων και αδικοπραγησάντων, την παροχή κάποιας μορφής δικαίωσης και τη χορήγηση εκτεταμένων αμνηστιών, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους στην πολιτειακή αναδόμηση της υπό μετάβαση κοινωνίας, με τη δημιουργία ισχυρών δημοκρατικών θεσμών (η δημοκρατία ως προτεραιότητα).
Δεν προξενεί εντύπωση ότι καμία από τις τρεις τυπολογίες μεταβατικής δικαιοσύνης δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Υπό την πίεση του εμφυλίου πολέμου και ακολούθως της «κομουνιστικής απειλής», τόσο οι υπαίτιοι εθνικο-σοσιαλιστικών εγκλημάτων όσο και οι εγχώριοι δωσίλογοι αντιμετωπίστηκαν με αμφιθυμία από τους ελληνικούς δικαιοδοτικούς θεσμούς και την πολιτική ηγεσία. Όπως είναι γνωστό, η ραχοκοκαλιά του δικαίου δίωξης των εγκληματιών πολέμου, ο ΑΝ 384/1945 (ΦΕΚ Α΄ 145/8-6-1945) που συνέστησε το Ελληνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου και έθεσε τους βασικούς όρους για την υλοποίηση της εντολής του διωκτικού οργάνου (εφαρμοστέο δίκαιο και δικονομία). Το δίκαιο δίωξης των εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων συμπληρώθηκε από τη Συντακτική Πράξη 73/1945 (ΦΕΚ Α’ 250/8-10-1945), όπως τροποποιήθηκε από τη Συντακτική υπ’ αριθμ. 90/31-12-1945 «(ΦΕΚ Α’ 322/31-12-1945) είχε ταραχώδη αλλά και σύντομο έννομο βίο.
Το εφαρμοστέο δίκαιο για τη δίωξη των εγκλημάτων θηριωδίας στη μεταπολεμική Ελλάδα δε διαφοροποιήθηκε ιδιαίτερα από τις αρχές της Δίκης της Νυρεμβέργης, το Άρθρο 6 του Χάρτη του Λονδίνου (Καταστατικό του Διεθνούς Στρατοδικείου της Νυρεμβέργης) της 8ης Αυγούστου 1945 και τις πρόνοιες των Κανονισμών της Χάγης (ΙΙ Σύμβαση της Χάγης 1899/IV Σύμβαση της Χάγης 1907) για τους νόμους και τα έθιμα του κατά ξηράν πολέμου. Το νομικό οπλοστάσιο συμπληρώθηκε από τη Συντακτική Πράξη υπ’ αριθμ. 6/1945 (ΦΕΚ Α’ 12/20-1-1945) που εγκαθίδρυε ιδιαίτερες νομοτυπικές υποστάσεις για τους πολιτικούς δωσίλογους, τους οικονομικούς δωσίλογους και τα τάγματα ασφαλείας, τις ένοπλες παρακρατικές ομάδες που λειτουργούσαν σε αρμονία με τις δυνάμεις των στρατευμάτων κατοχής και των SS. Ειδικά, τα τάγματα ασφαλείας («ευζωνικά τάγματα», όπως τα αποκαλούσε ο ιδρυτικός Ν. 260/1943, ΦΕΚ Α’ 180/18-6-1943), αλλά και οι ποικιλώνυμες οργανώσεις και παραφυάδες που έδρασαν υπό την ομπρέλα της χωροφυλακής της περίοδο της Κατοχής, είναι γνωστό ότι ενσωματώθηκαν άμεσα στον «εθνικό κορμό», όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, δηλαδή η πρώτη φάση της ελληνικής εμφύλιας σύρραξης (3 Δεκεμβρίου 1944) [Mazower, InsideHitler’s Greece 1993, 373 et seq.].
Όπως προκύπτει από τη σχετική έρευνα στα αρχεία μεταξύ των δεκαετιών 1940-1950 από τους είκοσι τέσσερις συνολικά φερόμενους ως αυτουργούς εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων, μόλις τρεις καταδικάστηκαν και εξέτισαν τις ποινές τους (o πτέραρχος Bruno Bräuer και ο στρατηγός Friedrich − Wilhelm Müller καταδικάστηκαν δυνάμει της απόφασης υπ’ αριθμ. 3/1946 από το Ειδικό Στρατοδικείο των Αθηνών για τις μαζικές θηριωδίες στο Φρούριο Κρήτη εις θάνατον· η θανατική ποινή επιβλήθηκε και στον ανθυπολοχαγό Fritz Schubert για εγκλήματα θηριωδίας στο Φρούριο Κρήτη και την περιοχή της Μακεδονίας, με την απόφαση 1/1947 του Ειδικού Στρατοδικείου). Οι υπόλοιποι, με κορυφαίο φυσικά τον πολιτικό διοικητή της γερμανικής διοίκησης της Θεσσαλονίκης, Δρ Max Merten, είτε αθωώθηκαν είτε έτυχαν χάρης είτε ουδέποτε παραδόθηκαν στη δικαιοσύνη [βλ. και Ζάικος, Έγκλημα Χωρίς Τιμωρία στο Δορδανάς/Παπαναστασίου (επιμ. εκδ.), Ο «Μακρύς» Ελληνογερμανικός Εικοστός Αιώνας 2018]. Από τους εγχώριους δωσίλογους, το 85% των κατηγορουμένων δεν οδηγήθηκαν καν σε δίκη, ενώ από τους παραπεμφθέντες, μόλις το 45% (του 15%) καταδικάστηκε· η θανατική ποινή επιβλήθηκε σε είκοσι πέντε καταδικασθέντες [Κουσούρης, Δίκες των Δοσιλόγων, 1944 – 1949 2014].
Η δεκαετία του 1950 και η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων Ελλάδας-Δυτικής Γερμανίας βρήκε το ελληνικό πολιτικό σύστημα σε πλήρη αμηχανία αναφορικά με το οπλοστάσιο δίωξης των εγκληματιών πολέμου και τους θεσμούς υλοποίησής του. Όπως είναι γνωστό στην όλη προσπάθεια μπήκε και επισήμως ταφόπλακα με το ΝΔ 4016/1959 (ΦΕΚ Α’ 237/3-11-1959) που κατήργησε το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου. Είχαν προηγηθεί ο Ν. 2058/1952 (ΦΕΚ Α’ 95/18-4-1952) που ανέστελλε τις διώξεις ενεχόμενων σε εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα, οι οποίοι βρίσκονταν στο εξωτερικό, και παρείχε ευεργετήματα σε διάφορες κατηγορίες αλλοδαπών που καταδικάστηκαν από την ελληνική ποινική δικαιοσύνη ή ενέχονταν ενώπιόν της. Σχετικό είναι και ο περιώνυμος Ν. 2219/1952 (ΦΕΚ Α’ 269/29-9-1952) που διευκόλυνε την υφ’ όρον απόλυση ή τη μη έκτιση τυχόν καταγνωσθείσας ποινής από αυτουργούς εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων, χορηγώντας παράλληλα τη δυνατότητα επ’ αόριστον αναστολής της δίωξης μέχρι την έναρξη της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας, εφόσον οι Υπουργοί Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου, έκριναν ότι μια τέτοια δίωξη θα διατάρασσε τις διεθνείς σχέσεις του ελληνικού κράτους. Με τον δε Ν. 3933/1959 (ΦΕΚ Α’ 31/19-2-1959) η αλλαγή στρατηγικού σχεδιασμού αναφορικά με τις δίωξη των αυτουργών εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων επικυρώθηκε με τον πλέον εναργή τρόπο· μέσω αυτού χορηγήθηκε ευθέως εκ του νόμου αυτοδίκαιη, χωρίς τη μεσολάβηση δικαστικής απόφασης ή διοικητικής πράξης, αναστολή δίωξης όλων των Γερμανών που φέρονταν εμπλεκόμενοι σε εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα, με τις σχετικές δικογραφίες να παραδίδονται αμελλητί στη γερμανική δικαιοσύνη. Εξάλλου, τα αρχεία του Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου που τηρούνταν στην έδρα του Εφετείου Αθηνών πολτοποιήθηκαν, χωρίς προφανή λόγο και σίγουρα χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, το θέρος του 1975, δυνάμει απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης της 16ης Ιουλίου 1975, έναν περίπου χρόνο μετά τη μεταπολίτευση [Φλάισερ, Οι Πόλεμοι της Μνήμης 2012].
Χρειάστηκαν πάνω από σαράντα έτη, προκειμένου η ελληνική πολιτεία να υιοθετήσει κάποιας μορφής νομοθετικά μέτρα μεταβατικής δικαιοσύνης, όπως η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης ανεξαρτήτως φρονήματος ή στρατοπέδου στην μετέπειτα εμφύλια σύρραξη (Ν. 1285/1982 ΦΕΚ Α’ 115/20-9-1982) και ο θεμελιώδους σημασίας Ν. 1863/1989 (ΦΕΚ Α’ 204/18-9-1989) για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου. Πρόκειται για το νομοθέτημα που κατήργησε τους επαίσχυντους όρους «συμμορίτες» και «συμμοριτοπόλεμος» που χρησιμοποιούνταν στα δημόσια έγγραφα και τα θεσμικά κείμενα ως τότε για να αποδώσουν τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και την περίοδο της εμφύλιας σύγκρουσης. Τέλος, το ΝΔ 4016/1959, καταργητικό του Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, και ο Ν. 3933/1959 καταργήθηκαν δια του ακροτελεύτιου άρθρου [Αρθρ. 22(α)] του Ν. 3849/2010 (ΦΕΚ Α’ ΦΕΚ Α΄ 80/26-5-2010), ο οποίος περιείχε κατά βάση άσχετες με το ζήτημα ρυθμίσεις. Αν και δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι από το 2016 και εντεύθεν, χάρη στο έργο και το Πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τις Γερμανικές Οφειλές, προτάσεις επανεκκίνησης των θεσμών της μεταβατικής δικαιοσύνης για τη διαχείριση του συλλογικού τραύματος και την επανόρθωση των θηριωδιών του παρελθόντος έχουν βρεθεί κατά καιρούς στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου, είναι λίαν αληθές ότι οι συζητήσεις αυτές παρέμειναν τελικά αμιγώς θεωρητικές. Η πρόταση της Επιτροπής για την ανασύσταση του Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου με ενισχυμένη εντολή, ώστε να επιτελέσει και λειτουργίες συντονιστικού των μηχανισμών μεταβατικής δικαιοσύνης θεσμού δεν έχουν μέχρι σήμερα υλοποιηθεί, ενώ και στο πεδίο των ατομικών αποζημιωτικών αξιώσεων για εγκλήματα θηριωδίας την περίοδο της Τριπλής Κατοχής ελάχιστη ουσιαστική πρόοδος έχει επιτευχθεί.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η μόνη ουσιαστικά κομβική στιγμή στην πορεία της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής νομικής ιστορίας όπου η συγκροτημένη πολιτεία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον ναζισμό και επέτυχε την καταδίκη των υπαιτίων των εγκλημάτων μίσους ήταν, όχι τυχαία, η δίκη της Χρυσής Αυγής ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων των Αθηνών. Η επί της ενοχής απόφαση βρήκε τα ανώτατα πολιτικά στελέχη του νεοναζιστικού μορφώματος να καταδικάζονται για τη συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση σύμφωνα με το Άρθρο 187 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, μια διάταξη που φέρει στο νομοτεχνικό της αποτύπωμα τις αγγλοσαξωνικές θεωρίες περί συνωμοσίας (conspiracy) και –μέσω αυτών− συνδέεται άμεσα με το Άρθρο 9 του Χάρτη του Λονδίνου σχετικά με τις εγκληματικές οργανώσεις στις οποίες μετείχαν οι μείζονες εγκληματίες πολέμου που ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Στρατοδικείου.
Η ηγεσία του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1946, κηρύχθηκε –ως γνωστόν− εγκληματική οργάνωση κατά το διεθνές δίκαιο. Εβδομήντα τέσσερα έτη μετά, την 7η Οκτωβρίου 2020, η ελληνική δικαιοσύνη αποφάνθηκε, εφαρμόζοντας το εσωτερικό ποινικό δίκαιο, ότι ανάλογη ήταν και η φύση του πολιτικού συμβουλίου της Χρυσής Αυγής. Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η κομβική αυτή στιγμή στη μεταπολεμική νομική ιστορία της Ελλάδας τελεί σε ανοιχτό διαγενεακό διάλογο με τις ελάχιστες καταδίκες ναζιστών και συνεργατών αυτών που έλαβαν χώρα πάνω από μισό αιώνα πριν σε μια διηρημένη και καθημαγμένη Ελλάδα. Τηρουμένων των αναλογιών, η εν λόγω πρωτοβάθμια απόφαση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνον από τη σκοπιά του εσωτερικού ποινικού δικαίου, αλλά και της νομικά σημαντικής κρατικής πρακτικής κατά την αντιμετώπιση παρόμοιων μορφωμάτων με σαφές το ιδεολογικο-πολιτικό προκάλυμμα και έντονη εγκληματική δράση.
Έστω, λοιπόν, και με μισό αιώνα καθυστέρηση, η ελληνική δικαιοσύνη σήμερα επανέφερε την Ελλάδα στην τροχιά της μετάβασης, μιας μετάβασης/απο-ναζιστικοποίησης, η οποία −ένεκα του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κλίματος− ουδέποτε ολοκληρώθηκε στην ώρα της. Παρά την απόλυτα εξατομικευμένη ενοχή, η εκδοθησόμενη δικαστική απόφαση θα επιτελέσει και μια ιδιότυπη επανορθωτική λειτουργία, η οποία έχει καθαρά συλλογικό πρόσημο. Παραθέτοντας μίαν αφήγηση κάθαρσης, αποκατάστασης της δικαιοπολιτικής τάξης και επανατοποθέτησης της ανθρώπινης αξίας, που η ναζιστική ιδεολογία απορρίπτει, στο πυρήνα της οργανωμένης κοινωνίας, η επίμαχη κρίση λειτουργεί, επίσης, και ως μια γενική εγγύηση μη επανάληψης, με πολλαπλούς αποδέκτες. Εν κατακλείδι, η απόφαση αυτή (στην οριστική της μορφή) συνιστά μια αυθεντική αφήγηση όχι μόνον της δράσης των επιγόνων των ναζιστών εναντίον των ομάδων, με τις οποίες «αρνούνταν να μοιραστούν την γη» [Arendt, Eichmann in Jerusalem 1963], αλλά και της απάντησης που –επιτέλους, μετά από τόσες δεκαετίες− η συντεταγμένη πολιτεία δίδει στο ναζιστικό παρελθόν και τα αναδυόμενα νεοναζιστικά γκρουπούσκουλα· και η απάντηση αυτή φαντάζει ξεκάθαρη: Ποτέ Ξανά.